καλαμοκάνι

καλαμοκάνι
το (Μ καλαμοκάνι)
νεοελλ.
1. καλάμι που χρησιμεύει ως πηνίο, μασούρι
2. (μτφ. συν. στον πληθ.) τα καλαμοκάνια και τα καλαμόκανα
(για τα πόδια) πόδια μακριά και λεπτά σαν καλάμια
μσν.
(ως μονάδα κατά προσέγγιση μετρήσεως) το μήκος ενός συνηθισμένου καλαμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμι + κανί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηλακάτη — η (AM ἠλακάτη και ἠλεκάτη, Α δωρ. τ. ἠλακάτα και αιολ. τ. ἀλακάτα) 1. επιμήκης ράβδος στο άκρο τής οποίας προσδένεται η τούφα τού μαλλιού ή τού βαμβακιού που πρόκειται να γνεστεί, η ρόκα 2. ζωολ. γένος τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ιχθύων που ζουν… …   Dictionary of Greek

  • καλάμι — Κοινή ονομασία του βοτανικού είδους αρούνδος ο δόναξ, της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που σύρεται και βλαστό (καλάμι) κοίλο, διαμέτρου 3 6 εκ. και ύψους 3 7 μ., στην κορυφή του οποίου εμφανίζεται… …   Dictionary of Greek

  • καλαμοκάνης — ο θηλ. καλαμοκάνα και καλαμοκάνισσα [καλαμοκάνι] (για ανθρώπους) αυτός που έχει πόδια μακριά και λεπτά σαν καλάμια, ο ψηλός και αδύνατος …   Dictionary of Greek

  • καλαμοκανάς — και καλαμουκανάς, ὁ [καλαμοκάνι] το πτηνό πελαργός, επειδή τα πόδια του μοιάζουν με καλάμια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”